νεκρολογία

νεκρολογία
η
1. επικήδειος λόγος.
2. αναφορά στη ζωή και το έργο του νεκρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεκρολογία — η 1. αποχαιρετισμός και βραχεία εξιστόρηση τής ζωής, τής δράσης και τών αρετών ατόμου που πέθανε, κατά την κηδεία του 2. έγγραφη και έντυπη πραγματεία αφιερωμένη στη μνήμη ατόμου που πέθανε, δημοσίευμα για τη ζωή, τη δράση και τις αρετές τού… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • μνηματίτης — μνηματίτης, ὁ (ΑΜ) φρ. «μνηματίτης λόγος» ο λόγος που εκφωνείται γύρω από τον τάφο νεκρού, επιτάφιος λόγος, νεκρολογία μσν. φύλακας τύμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, ατος + κατάλ. ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • Γκος, Αντρέ Λουί — (Louis André Gosse, 1791 – 1873). Ελβετός γιατρός και φιλέλληνας. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Εφημερίδας της Γενεύης.Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε τόσο για τις επαγγελματικές επιδόσεις του όσο και για τις φιλελεύθερες ιδέες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”